- μετεκέντρισεν
- μετά-κεντρίζωstimulateaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακεντρίζω — (Α) κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο 2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.) … Dictionary of Greek